- διαβάζω
- (Μ διαβάζω)Ι. 1. αναγνωρίζω γραπτά σύμβολα2. (για ιερείς) απαγγέλλω λειτουργικό κείμενονεοελλ.1. κάνω ανάγνωση ενός κειμένου είτε νοερά είτε με απαγγελία2. μελετώ3. διδάσκω σε κάποιον ανάγνωση4. προγυμνάζω μαθητή5. συμβουλεύω, νουθετώ6. δασκαλεύω7. (για ιερέα) απαγγέλλω ευχές για κάποιον, τόν ξορκίζω8. επιπλήττω κάποιον9. (ως κατάρα) («που να σέ διαβάσει ο παπάς» — μακάρι να τρελαθείς ή να πεθάνεις)II. (η μτχ. παθ. παρακμ.) διαβασμένος, -η, -οα) ο μορφωμένος, ο κατηρτισμένοςβ) αυτός που έχει αναγνωσθείγ) αυτός για τον οποίο έχει ψαλεί η νεκρώσιμη ακολουθία, ο νεκρόςδ) ο δασκαλεμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. διαβιβάζω με συλλαβική ανομοίωση (απλολογία)πρβλ. αμφιφορεύς-αμφορεύς, διδάσκαλος-δάσκαλος)].
Dictionary of Greek. 2013.